- κειμηλιάρχιον
- κειμηλιάρχιον, τὸ (Α) βλ. κειμηλιαρχείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κειμηλιαρχείο — το (Α κειμηλιαρχεῑον και κειμηλιάρχιον) [κειμηλιάρχης] αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια … Dictionary of Greek